Ελεύθερη γονεϊκή επιλογή και vouchers στο πρόγραμμα της ΝΔ: το τέλος της δημόσιας εκπαίδευσης
Στο πρόγραμμα της ΝΔ για την Παιδεία που δημοσιοποιήθηκε τις προηγούμενες
ημέρες περιλαμβάνεται, έντεχνα τοποθετημένη ανάμεσα σε σειρά δεσμεύσεων, μια
«αθώα» φράση: «Ελεύθερη επιλογή από γονέα της σχολικής μονάδας φοίτησης των
μαθητών». Κατά την πάγια εκτίμηση της ΟΙΕΛΕ που βασίζεται στην πολυετή
παρατήρηση του φαινομένου της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης, η ρύθμιση αυτή θα οδηγήσει στη διάλυση του
δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος με οδυνηρές συνέπειες για τη συντριπτική
πλειονότητα των πολιτών. Η δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση αντιμετωπίζει ίσως το μεγαλύτερο υπαρξιακό
κίνδυνο από το 1964, όταν
καθιερώθηκε για πρώτη φορά η δημόσια δωρεάν Παιδεία με τη μεταρρύθμιση
Παπανδρέου-Παπανούτσου.
Τι είναι η ελεύθερη γονεϊκή επιλογή και τα vouchers – Η εκπαιδευτική τραγωδία ante portas
Σήμερα οι μαθητές εγγράφονται στο σχολείο της κατοικίας ή της εργασίας των
γονέων τους. Η καθιέρωση της ελεύθερης γονεϊκής επιλογής με την παροχή ενός
κουπονιού εκπαίδευσης (voucher) δίνει – πάντοτε θεωρητικά – τη δυνατότητα εγγραφής σε όποιο σχολείο θέλει
ο γονέας. Είναι όμως έτσι; Ποια είναι η αποτίμηση του θεσμού αυτού, βάσει της
βιβλιογραφίας;
Η παγκοσμιοποιημένη οικονομική ατζέντα προωθεί ιδεολογικά φορτισμένες
πολιτικές που προϋποθέτουν αγορές χωρίς περιορισμούς, «φιλελεύθερη»
επιχειρηματικότητα και ελάχιστες κρατικές παρεμβάσεις (Γούλας-Καλογεράκης
2020). Αυτή η πολιτική μεταφέρεται πλέον και στο χώρο της εκπαίδευσης κυρίως μέσω της καθιέρωσης της γονεϊκής
επιλογής και των vouchers που έχουν ως στόχο τη δημιουργία μιας εκπαιδευτικής «αγοράς».
Σύγχρονος εμπνευστής του θεσμού του εκπαιδευτικού κουπονιού ο πατέρας της
νεοφιλελεύθερης θεωρίας Milton Friedman στο έργο του «Ο ρόλος της κυβέρνησης στην
εκπαίδευση» (1955). Οι υποστηρικτές του θεσμού εκτιμούν ότι το σύστημα των vouchers μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός παροχής
ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών και επίτευξης κοινωνικής δικαιοσύνης, ειδικά για
τα παιδιά από μη προνομιούχα περιβάλλοντα, τα οποία μέσω των vouchers αποκτούν πρόσβαση και σε ακριβά ιδιωτικά
σχολεία που μέχρι πρότινος προορίζονταν μόνο για τις εύρωστες οικονομικά τάξεις
(Coons-Sugarman 1978).
Η Margaret Thatcher που εφάρμοσε την ιδέα των κουπονιών (vouchers) στο Ηνωμένο Βασίλειο περιγράφει αυτή την
πολιτική στα πολιτικά της απομνημονεύματα: «Εισαγάγαμε την ελεύθερη γονεϊκή
επιλογή, η οποία επέτρεψε στα δημοφιλή σχολεία να αναπτυχθούν. Η πολιτική αυτή
διεύρυνε τις επιλογές των γονιών και εμπόδισε τις τοπικές αρχές να θέτουν όρια
στην ανάπτυξη των καλών σχολείων προκειμένου να κρατήσουν αποτυχημένα σχολεία
ανοικτά. Ουσιώδες στοιχείο της μεταρρύθμισής μας ήταν η χρηματοδότηση του
σχολείου ανά μαθητή, δηλαδή τα χρήματα που διέθετε το κράτος σε κάθε μαθητή
μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν όποιο σχολείο και αν επέλεγε να παρακολουθήσει. Με
αυτό τον τρόπο, οι γονείς επέλεγαν το ποιο σχολείο είναι καλό. Το καλό σχολείο κέρδιζε μαθητές. Το κακό
σχολείο θα έπρεπε ή να βελτιωθεί ή να κλείσει. Έτσι, προχωρήσαμε σε μια δημόσια μορφή
εκπαιδευτικού κουπονιού»
(Thatcher 1993).
Παρά τη ρητορική, όμως, περί διασφάλισης της δημόσιας χρηματοδότησης και
κατοχύρωσης του ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, το σύστημα των vouchers συγκεντρώνει την κριτική και τους προβληματισμούς
πλήθους θεωρητικών του πεδίου, κυρίως στις χώρες που εφαρμόστηκαν το voucher και η ελεύθερη γονεϊκή επιλογή. Οι
βασικές επικρίσεις επικεντρώνονται πρωτίστως στην ασυμβατότητα της λειτουργίας και λογικής των
αγορών με συγκεκριμένα δημόσια αγαθά, όπως η εκπαίδευση (Colin, 2005). Δευτερευόντως, το σύστημα των vouchers δεν διαμορφώνει μια «ελεύθερη αγορά»,
αντιθέτως διαιωνίζει την εξάρτηση των «ωφελουμένων από νέες μορφές δημόσιας
χρηματοδότησης» (Colin, 2005).
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Φωτόπουλος και Θεριανός σε μια συνοπτική
βιβλιογραφική επισκόπηση των πολιτικών αυτών, μπορεί θεωρητικά η «ανοικτή
εγγραφή» να προτάσσει το δικαίωμα της ελευθερίας των γονιών να επιλέγουν την
εκπαίδευση των παιδιών τους ελεύθερα και ανεμπόδιστα, όμως στη μεγάλη
πλειονότητα των περιπτώσεων
αποδείχθηκε πως
δεν είναι οι γονείς τελικά που διαλέγουν σχολεία αλλά τα σχολεία που διαλέγουν
μαθητές και γονείς επιζητώντας ουσιαστικά το κουπόνι τους προκειμένου έτσι να
διασφαλίζουν την χρηματοδότηση άρα και την επιβίωσή τους. Είναι σαφές πως με το πρόσχημα του
ανταγωνισμού, της ποιότητας και της παροχής ακόμα καλύτερης εκπαίδευσης, η
αύξηση των διδάκτρων (στα ιδιωτικά σχολεία) αλλά και το κυνήγι των vouchers θα ενταθεί με συνέπεια την επέκταση της
κερδοσκοπίας, του νοσηρού ανταγωνισμού, την εδραίωση μιας αγοραίας κουλτούρας που
συμπιέζει συνειδήσεις αντιμετωπίζοντας μαθητές και γονείς ως «πελάτες».
Φυσικά, το επιχείρημα της δημιουργίας «ποιοτικότερης εκπαίδευσης» λόγω του
ανταγωνισμού, δεν ισχύει. Έννοιες όπως η ποιότητα, η αποτελεσματικότητα και η
αποδοτικότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών εκλαμβάνονται πολλές φορές – από τους
παρόχους – ως έννοιες ασύμβατες, ειδικά όταν η διασφάλιση της κερδοφορίας αποτελεί προτεραιότητα. Μάλιστα, στην προσπάθειά τους να
προσελκύσουν εκπαιδευομένους, οι πάροχοι διαφοροποιούν τα κίνητρα και τις
στοχεύσεις τους και
μετέρχονται πρακτικές που περιλαμβάνουν «διευκολύνσεις», «χαλάρωση
εκπαιδευτικών προδιαγραφών», «αρνητική διαφήμιση» και «πελατειακές σχέσεις», και δεν συνδέονται με την ίδια την
εκπαιδευτική διαδικασία (Φωτόπουλος, 2015). Οι Ball and Youdell σε μια πρόσφατη εργασία τους συνόψισαν
τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε μια σειρά από χώρες αναφέροντας πως κοινό
αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών δεν ήταν η βελτίωση της εκπαίδευσης μέσω του
ανταγωνισμού των σχολείων. Ήταν η απορρύθμιση της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού και η τραγική αύξηση
των κοινωνικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση.
Οι συνέπειες για σχολεία, εκπαιδευτικούς και μαθητές είναι τραγικές. Η μετατόπιση της κρατικής χρηματοδότησης
στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των «επιτυχημένων»
ιδιωτικών εκπαιδευτικών μονάδων και τελικά στην εξάλειψη των «μη αποδοτικών» δημόσιων, επιφέροντας δομικές
αλλαγές στην εκπαιδευτική πολιτική σε σχέση με την προώθηση θεμελιωδών αρχών
όπως η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη. Η λειτουργία υπό όρους ελεύθερου ανταγωνισμού
συχνά οδηγεί στη μετατροπή των εκπαιδευτικών μονάδων σε παρόχους εκπαιδευτικών
υπηρεσιών ή υπηρεσιών επαγγελματικής κατάρτισης. Οι λιγότερο επιτυχημένοι
– και άρα μη κερδοφόροι – πάροχοι εκπαιδευτικών υπηρεσιών οδηγούνται σε
μειώσεις μισθών ή απολύσεις, ενώ και σε πολλές περιπτώσεις οι εκπαιδευτικές
μονάδες παύουν να λειτουργούν (Valkama and Bailey, 2001).
Η επιχείρηση άλωσης της δημόσιας εκπαίδευσης στην
Ελλάδα
Η Ομοσπονδία μας από το 2011, όταν μέσω του ΙΟΒΕ και του Συνδέσμου των
ιδιοκτητών των ιδιωτικών σχολείων διατυπώθηκε επίσημα η πρώτη πρόταση των
παραγόντων της «αγοράς» για την καθιέρωση των vouchers, αντέδρασε έντονα και από κοινού με το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ
σε δημόσιο κείμενο παρέμβασης που υπέγραφε ο παγκόσμιου κύρους καθηγητής του LSE Νίκος Μουζέλης. Η παρέμβαση αυτή είχε ισχυρό αντίκτυπο στον
πολιτικό κόσμο και τα ΜΜΕ και η τότε κυβέρνηση έκανε πίσω.
Το ίδιο έπραξε η ΟΙΕΛΕ το 2016, με την αφορμή της παρουσίασης του βιβλίου
του Τάσου Αβραντίνη «Εκπαίδευση: Ελευθερία επιλογής, ή η γάτα που γαβγίζει» το οποίο προωθεί την ιδιωτικοποίηση της
δημόσιας εκπαίδευσης και τη «δολοφονία» του δημόσιου σχολείου, μέσω της προώθησης του επιζήμιου και
διεθνώς αποτυχημένου θεσμού των vouchers. H προλόγησή του έγινε
μάλιστα από τρία δημόσια πρόσωπα με σαφές ιδεολογικό και πολιτικό πρόσημο. Τον
Θάνο Βερέμη, την Άννα Διαμαντοπούλου και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αρχηγό της ΝΔ και
σημερινό Πρωθυπουργό της χώρας. Ο αείμνηστος τότε Πρόεδρος της ΟΙΕΛΕ Μιχάλης Κουρουτός με επιστολή του κάλεσε τις Ομοσπονδίες ΔΟΕ
και ΟΛΜΕ σε επείγοντα διάλογο για τον κίνδυνο εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης. Έναν διάλογο που είναι
διαρκής και αποτελεί
παρακαταθήκη της μεγάλης προσφοράς του Μ. Κουρουτού στο εκπαιδευτικό κίνημα και
στην κοινωνία.
Ο κίνδυνος της επί της ουσίας κατάργησης του δημόσιου σχολείου και της πλήρους υποκατάστασής του από ένα
ημι-ιδιωτικό σύστημα εκπαίδευσης, παρόμοιο με αυτό της Βρετανίας, είναι άμεσος. Το ιδιωτικό σχολείο, απολύτως
απορρυθμισμένο από τις νομοθετικές παρεμβάσεις Κεραμέως, είναι έτοιμο να υποδεχθεί
στις φιλόξενες αγκάλες του τους μαθητές των δημόσιων σχολείων που θα κλείσουν ή
θα εξαθλιωθούν χωρίς χρηματοδότηση. Τον Ιούλιο 2020, λίγο μετά την ψήφιση του
Νόμου Κεραμέως για την ιδιωτική εκπαίδευση, ο τότε Γ.Γ. της ΟΙΕΛΕ Γ.
Χριστόπουλος ανέφερε σε συνέντευξή του:
«(Ο νόμος αυτός) είναι τμήμα μιας ευρύτερης,
ακραία νεοφιλελεύθερης, αντίληψης για την εκπαίδευση και για την κοινωνία. Από
τη μια μεριά έχουμε ένα ελκυστικό εκπαιδευτικό super market που θα πουλάει «άριστους» τίτλους. Από την άλλη
το διαρκώς συρρικνούμενο και υποχρηματοδοτημένο δημόσιο σχολείο. Στη συνέχεια θα έλθει η ελεύθερη γονεϊκή
επιλογή και τα vouchers που θα αποτελειώσουν ό,τι έχει απομείνει. Στο τέλος, το κουφάρι του δημόσιου σχολείου θα
παραδοθεί από το Υπουργείο Παιδείας στην τοπική αυτοδιοίκηση, σε ΜΚΟ, στην
Εκκλησία και η
δημόσια εκπαίδευση, όπως τη γνωρίζαμε, θα σβήσει. Είναι σαφές, δε, ότι οι επιπτώσεις θα
είναι δραματικές και για τα εργασιακά των συναδέλφων μας στο δημόσιο σχολείο.
Καλούμε κάθε εκπαιδευτικό, κάθε πολίτη να βάλει φραγμό στα δυστοπικό όραμα της
κυβέρνησης Μητσοτάκη που επιδιώκει να μας γυρίσει δεκαετίες πίσω, όταν θέση στο
Πανεπιστήμιο και στις καλές θέσεις της αγοράς εργασίας είχαν μόνο οι γόνοι της
ελίτ».
Είναι σαφές ότι το σχέδιο της ΝΔ ως αυριανής κυβέρνησης που ήδη βρίσκεται
σε εξέλιξη, δεν έχει στην καρδιά της το παιδί και την κοινωνία, αλλά τα
συμφέροντα ορισμένων επιχειρηματιών της αγοράς και των γόνων μιας προνομιούχας
τάξης που βολεύεται με την αναπαραγωγή των ανισοτήτων. Το σχέδιο του αγοραίου σχολείου με την
εκπαίδευση εμπόρευμα και το γονέα πελάτη γίνεται πραγματικότητα. Κάθε νησίδα γενικής γνώσης, αγωγής,
πολιτισμού θα αποσύρεται υπό την πίεση των «πελατών» που θα ζητούν περισσότερη
τυποποίηση, περισσότερα μετρήσιμα αποτελέσματα. Αυτό δεν θα επηρεάσει απλώς την
ποιότητα της εκπαίδευσης. Θα «παράξει» ακρωτηριασμένους παιδαγωγικά και κοινωνικά πολίτες με ακραίες
επιπτώσεις.
Η διάλυση της Παιδείας έφερε το Brexit και την αποσάθρωση της πολιτικής τάξης στη
Βρετανία, τον ακροδεξιό τραμπισμό και τις ακραίες ανισότητες στις ΗΠΑ. Σε μια
χώρα όπως η Ελλάδα με ανίσχυρη οικονομία, με την απόλυτη αδιαφάνεια και την
πριμοδότηση των ισχυρών, δεν θα τηρηθούν ούτε καν οι στοιχειώδεις κανόνες. Χωρίς δημόσιο σχολείο, χωρίς την ελάχιστη
εγγύηση πρόσβασης σε ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες εκπαίδευσης για όλους, οι
επιπτώσεις θα είναι δραματικές. Για την κοινωνία, για τους εργαζόμενους, για τη
νέα γενιά.
Θα το επιτρέψουμε;
30.4.23
|
|
This entry was posted on 30.4.23
You can follow any responses to this entry through
the RSS 2.0 feed.
You can leave a response,
or trackback from your own site.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου